-
1 επεξειργάσατο
-
2 ἐπεξειργάσατο
-
3 επεξειργάσατ'
-
4 ἐπεξειργάσατ'
-
5 ἐπεξεργάζομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπεξεργάζομαι
См. также в других словарях:
ἐπεξειργάσατο — ἐπεξεργάζομαι effect besides aor ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεξειργάσατ' — ἐπεξειργάσατο , ἐπεξεργάζομαι effect besides aor ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)